EsperantoLingvojFakojktp.
α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω ?

greka ο...

όαση: oazo
οβελίσκος: obelisko
οβίδα: obuso
οβολός: obolo
όγκος: volumeno
όζον: ozono
οι ευγενείς: nobelaro
οικοσημολογία: heraldiko
οικουμένη: ekumeno
οκτάβα: oktavo, okto
οκτώ: ok
Οκτώβριος: oktobro
ολιγαρχία: oligarĥio, oligarkio
Ολλανδία: Holando, Nederlando
ολλανδικά: nederlanda
ολλανδικός: nederlanda
ολλανδός: nederlandano
ομελέττα: omleto
ομιλητής: oratoro
ομιλία: oratoraĵo, vorto
ομογενής: homogena
ομοιοπαθητική: homeopatio
ομοιοπαθητικός: homeopatia
ομόλογος: homologa
ομόφωνος: unisono, unuto
όμποε: hobojo
ομπρέλλα: ombrelo
ονομαστική πτώση: nominativo
ονομαστικός: nominala
ονοματολογία: nomenklaturo
οντολογία: ontologio
όνυξ: onikso
οξείδιο: oksido
οξειδώνω: oksidigi
οξύ: oksido
οξύαυλος: hobojo
οξυγόνο: oksigeno
οξύρρυγχος: huzo
οπάλιο: opalo
όπερα: opero
οπερέττα: opereto
όπιο: opio
οπλή: hufo
οπτική: optiko
οπτικός: optika
όραμα: vizio
οραματιστής: viziulo
οργανισμός: organismo
οργασμός: orgasmo
όργιο: orgio
ορεογραφία: orografio
ορθογραφία: ortografio
ορθόδοξος: ortodoksa kristanismo
ορθοπαιδική: ortopedio
ορίζοντας: horizonto
οριζόντιος: horizontala
όριο: orbito
ορκίζομαι: ĵuri
όρκος: ĵuro
ορνιθολογία: ornitologio
ορνιθόρυγχος: ornitorinko
ορτανσία: hortensio
ορφανός: orfo
ορφανοτροφείο: orfejo
ορχήστρα: orkestro
ορχιδέα: orkideo, orkido
όρχις: orkido
όσμιο: osmio
όσμωση: osmozo
οστεώδης: osta
όστια: hostio
όστουν: osto
ουδετερόνιο: neŭtrono
ουδέτερος: neŭtra, neŭtrala
ουλή: cikatro
ούνος: huno
ουρά: vosto
ουραγκουτάγκος: orangutango
ουράνιο: uranio
Ουρανός: Urano
ουρήθρα: uretro
ουρητήπας: uretero
ουρλιάζω: hojli, hurli
ούρο: urino
ουρώ: urini
ούτε: nek
ουτοπία: utopio
οφειλέτης: ŝuldanto
οφείλω: ŝuldi
οφθαλμία: oftalmito
οφθαλμίατρος: okulisto
οφθαλμικός: okula
όχι: ne
οχιά: vipuro
οχτώ: ok